Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ὄνειρον, τὸ


Ερμηνεία:

[του ονείρου, τα όνειρα, των ονείρων][ψυχικό φαινόμενο που συμβαίνει κατά τη διάρκεια του ύπνου, κατά το οποίο σκέψεις, εικόνες, συναισθήματα περιγράφονται από αυτόν που τα είδε στον ύπνο του, συνήθως με μια σαφή αίσθηση της πραγματικότητας. Τα όνειρα είναι μια παγκόσμια ψυχική λειτουργία, τυπική του ανθρώπινου νοός εμφανίζονται  βλ ξυπνητό όνειρο]



Ετυμολογία:

[(Όμηρ.) το ὄναρ, ὁ ὄνειρος, όνειρον (όραμα, ενύπνιον. Καινή Διαθήκη: ὄναρ, Ματθ. Ευαγγ. 6 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

..  Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον …[Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: